- περιηρτημένον
- περϊηρτημένον , περιαρτάωhang roundperf part mp masc acc sg (attic ionic)περϊηρτημένον , περιαρτάωhang roundperf part mp neut nom/voc/acc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
INDEX — s. digitorum secundus, annulo quoque olim erat insignis. Plin. ubi de digitis, quibus annuli inserebantur, l. 33. c. 1. Singulis, inquit, primo digitis geri mos fuerat, qui sunt minimis proximi: Sic in Numae et Servii Tullii statuis videmus.… … Hofmann J. Lexicon universale
κορίαννο — το (Α κορίαννον και κορίαμβλον) το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῡσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.) αρχ. δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη τού χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… … Dictionary of Greek
περιαρτώ — άω, Α 1. κρεμώ κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο (α. «ἐρινά... ἃ περιαρτῶσι ταῑς συκαῑς», Πολυδ. β. «δείξειε περίαπτον ὑπὸ τῶν γυναικῶν τῷ τραχήλῳ περιηρτημένον», Πλούτ.) 2. μέσ. περιαρτῶμαι, άομαι (για πρόσ.) κρεμώ κάτι στο σώμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek